-
1 κορυφόω
A bring to a head,ἰόνθους Archig.
ap. Orib.Syn.8.58;τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν Gp. 5.26.9
:—[voice] Pass., [κῦμα] κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται rises with arching crest (cf.κορύσσω 11
), Il.4.426;κορυφουμένων [ἑλκέων] ὅκως ἐν θαλάσσῃ κύματα Aret.SD2.9
: metaph., τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι kings are on the highest pinnacle, Pi.O.1.113; κορυφουμένου τοῦ πολέμου coming to a crisis, J.BJ6.2.9;πόθου κορυφούμενον σάλον Aristaenet. 1.10
.III [voice] Pass., to be concluded,κεκορυφωμένου τοῦ κεφαλαίου Phld.Rh.1.122
S.; being summed up,AP
7.429 (Alc.Mityl.):—[voice] Med., sum up,τὴν οὐσίαν τοῦ θεοῦ Jul.Or.4.143b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφόω
См. также в других словарях:
κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… … Dictionary of Greek